- κνημιδοφορος
- κνημιδοφόροςκνημῑδο-φόρος2имеющий на голенях кнемиды, носящий поножи
(Λύκιοι Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Λύκιοι Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνημιδοφόρος — ο (Α κνημιδοφόρος, ον) αυτός που φορά περικνημίδες («θωρηκοφόροι... και κνημιδοφόροι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κνημίς , ῖδος + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
κνημιδωτός — κνημιδωτός, ή, όν (Α) [κνημίς] κνημιδοφόρος* … Dictionary of Greek
κνημιδοφόροι — κνημῑδοφόροι , κνημιδοφόρος wearing greaves masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)